ἐπισκευάσας

ἐπισκευάσας
ἐπισκευά̱σᾱς , ἐπισκευάζω
get ready
fut part act fem acc pl (doric)
ἐπισκευά̱σᾱς , ἐπισκευάζω
get ready
fut part act fem gen sg (doric)
ἐπισκευά̱σᾱς , ἐπισκευάζω
get ready
fut part act fem acc pl (doric)
ἐπισκευά̱σᾱς , ἐπισκευάζω
get ready
fut part act fem gen sg (doric)
ἐπισκευάσᾱς , ἐπισκευάζω
get ready
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
ἐπισκευάσᾱς , ἐπισκευάζω
get ready
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επισκευάζω — (AM ἐπισκευάζω) [σκευή] επαναφέρω κάτι σε καλή κατάσταση, διορθώνω αρχ. 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («τὸ δεῑπνον αὐτοῑς ἔστ’ ἐπεσκευασμένον») 2. (για πλοία) συμπληρώνω τον εξοπλισμό («ἐπισκευάσας λέμβους... ἐξαπέστειλε», Πολ.) 3. (για ζώα) σαμαρώνω… …   Dictionary of Greek

  • μεταλαμπαδεύω — (Α μεταλαμπαδεύω) μεταδίδω το φως τής παιδείας και σε άλλους, μεταδίδω γνώσεις, επιστήμη, πολιτισμό, διαφωτίζω, εκπολιτίζω (α. «οι λόγιοι τής διασποράς μεταλαμπάδευσαν την ελληνική σοφία στη Δύση» β. «ἐπισκευάσας τὴν ἀθανασίαν τοῡ γένους ἡμῶν καὶ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”